Η οικογένεια πίσω από την Κοιμωμένη του Χαλεπά

Αναδημοσίευση από το slpress.gr
Πρόσφατη ανακάλυψη καταστίχου από το 1888 με την αναγραφή Κατάστημα Πρώην Κ. Αφεντάκη δίνει λαβή να επανέλθουμε στην οικογένεια του Κωνσταντίνου Οικ. Αφεντάκη (π. 1800-μετά το 1878), πατέρα της Σοφής (1856-1873), της Κοιμωμένης του Χαλεπά (1851/3;-1938). Πληροφορίες για την οικογένεια Αφεντάκη αντλούμε από μελέτη του ιστοριοδίφη Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου (1911-2008) στον έβδομο τόμο των Κιμωλιακών το 1977.

Προερχόμενη ίσως από τη Σητεία της Κρήτης, η οικογένεια Αφεντάκη φέρεται εγκατεστημένη στην Κίμωλο τουλάχιστον στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο γενάρχης Νικόλαος (π. 1780-1822), κληρικός, είχε τιμηθεί με τον τίτλο του οικονόμου, ο οποίος είχε αντικαταστήσει το κοσμικό όνομά του. Σύμφωνα με το εκκλησιαστικό κανονικό δίκαιο, το αξίωμα προσδιόριζε τον υπεύθυνο οικονομικής διαχείρισης σε επισκοπή-μητρόπολη, αλλά κατέληξε να σημαίνει τον τίτλο που απονέμεται στον έγγαμο κληρικό, ο οποίος κατέχει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, εκείνον του ιερέα, με διακριτικό γνώρισμά του το επιγονάτιο.

Από τα πολλά αγόρια του ένα μόνον ακολούθησε το λευιτικό στάδιο: ο Ιωάννης (π. 1810-μετά το 1844) έγινε ιερέας και τιμήθηκε με το αξίωμα του σακελλάριου, δηλαδή του κληρικού που έχει εποπτικά, ελεγκτικά και δικαστικά καθήκοντα, με συναφείς αρμοδιότητες, με ενθύμηση ότι το 1826 πήγε στη Σίφνο για να σπουδάσει τον επόμενο χρόνο, το 1827, κοντά στον Δευτερεύοντα Σίφνου (μέσα 18ου αι.-1829), τη ζωγραφική. Από τα υπόλοιπα αδέλφια, ο Γεώργιος (π. 1815-1899) και ο Κωνσταντίνος επιδόθηκαν σε εμπορικές και σε άλλες επιχειρήσεις στην Αθήνα, ενώ ο Δημήτριος (π. 1800-1884), έμπορος επίσης, έμεινε στο νησί, εκλεγόμενος δήμαρχός του επί δύο συνεχείς θητείες, στα χρόνια 1866-73.

Το κατάστιχο με την αναγραφή της επωνυμίας “Κατάστημα Πρώην Κ. Αφεντάκη”, 1888.
Το κατάστιχο με την αναγραφή της επωνυμίας “Κατάστημα Πρώην Κ. Αφεντάκη”, 1888.

Εμπόριο και φιλανθρωπία

Ο Γεώργιος εργάστηκε στην επιχείρηση εμπορίας υφασμάτων και άλλων ειδών του ευπατρίδη Αθηναίου Σωτήριου Βερσή (1790-1860). Πήρε μάλιστα σύζυγό του την κόρη του εργοδότη του Ελευθερία. Στην ίδια οικογένεια ανήκαν ο δραματικός ποιητής Κωνσταντίνος Χ. Βερσής (1845-1881) και ο τρίτος νικητής στη δισκοβολία κατά την Ολυμπιάδα του 1896 Σωτήριος Κ. Βερσής (1885-1918), θύμα της ασιατικής γρίπης που έπληξε και τη χώρα μας, χρηματιστής, από τους πρώτους αθλητές του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου.

Η επιχείρηση Αφεντάκη εγκαταστάθηκε στην οδό Ερμού, στου Ψυρρή, και γνώρισε άνθηση, με βασικό συνεργάτη του τον άξιο αδελφό του Γεώργιου Κωνσταντίνο, ο οποίος το 1863 είναι ένας από τους ιδρυτές και μετόχους ασφαλιστικής εταιρείας στον Πειραιά. Προφανώς ανάμνηση της έδρας της εμπορικής επιχείρησης του Κωνσταντίνου είναι η αναγραφή της οδού Ερμού στην κορυφή του καταστίχου που παρουσιάζουμε. Την επιχείρηση ανέλαβαν από το 1875 περίπου οι ανιψιοί των αδελφών Αφεντάκη και έως τότε υπάλληλοί τους Ιωάννης Καντσός και Νικόλαος Γ. Σάρδης, έμποροι υφασμάτων μεταξωτών, λινών και βαμβακερών παντός είδους, όπως και πανωφοριών, ομπρελών και άλλων ειδών. Ο δεύτερος, ο Σάρδης, υπήρξε και ο τελευταίος ιδιοκτήτης της επιχείρησης.

Ο ρομαντικός δισκοβόλος και σκοπευτής Σωτήριος Κ. Βερσής το 1896.

Η οικογένεια του Γεώργιου Αφεντάκη ζούσε πλουσιοπάροχα, όχι προκλητικά, σε πολυτελές αρχοντικό της λεωφόρου Κηφισιάς (σημερινής Βασιλίσσης Σοφίας), όπου δίνονταν συχνά χοροεσπερίδες για την υψηλή αθηναϊκή κοινωνία. Μαρτυρείται ότι προσωπογραφίες αγωνιστών του 1821 κοσμούσαν τους τοίχους του μεγάρου.

Ο Γεώργιος Αφεντάκης επέδειξε έντονη φιλανθρωπική δράση. Έκανε δωρεές στο νησί του, στην Κίμωλο, αγοράζοντας ακίνητα γύρω από το κοιμητήριό της, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1899, με τον ναό του να τιμά τον ομώνυμο του δωρητή του άγιο. Διέθεσε ποσά και στην Αθήνα, για το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, αλλά και στον ναό της Ευαγγελίστριας Τήνου. Διατέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων Αθηναίων το 1870-74, επί δημαρχίας Παναγή Κυριακού (1829-1901) και μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Αφεντάκειο Κληροδότημα

Με τη διαθήκη του το 1895 δημιουργήθηκε στην Αθήνα το Αφεντάκειο Κληροδότημα, ευαγές ίδρυμα με φιλανθρωπική δράση που διαρκεί έως τις μέρες μας, με έδρα του στις οδούς Αρμοδίου 18 και Σωκράτους 8, όπου και η κατοικία της οικογένειας της Κοιμωμένης. Τα μετρητά του ανέρχονταν στο κολοσσιαίο για την εποχή ποσό των 665.000 δρχ. Το ιδιόκτητο μέγαρό του το κληροδότησε στην Ελεήμονα Εταιρεία Αθηνών, στην οποίαν ανήκει το Γηροκομείο και το Πτωχοκομείο.

Διάφορα ποσά άφησε σε αθηναϊκά νοσοκομεία (Δημοτικό, Ευαγγελισμό), σε ιδρύματα (Αμαλίειο, Βρεφοκομείο, Ορφανοτροφείο Γεωργίου και Αικατερίνης Χατζηκώνστα, Ερυθρό Σταυρό), στην Αρχαιολογική Εταιρεία, κ.α. Για την ανέγερση και τη συντήρηση στην Κίμωλο ασύλου φτωχών, γερόντων και παρατημένων ναυαγών διέθεσε 100.000 δρχ. Το άσυλο θεμελιώθηκε στις 25 Μαρτίου 1934, σε σπίτι στη συνοικία Παραθύρια. Από το 1950 στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτήριο, στο προαύλιο του οποίου ανιδρύθηκε το 1967 μαρμάρινος ρεαλιστικός ανδριάντας του Γεώργιου Αφεντάκη, έργο του γλύπτη και καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Γιάννη Παππά (1913-2005).

Η στοά Γεώργιου Οικον. Αφεντάκη (Αρμοδίου 18 και Σωκράτους 8) σήμερα (φωτ. Χρήστου Φ. Μαργαρίτη).

Στο Αφεντάκειο Κληροδότημα υπάγονται ο Οίκος Περιθάλψεως Κιμώλου και η φοιτητική Αφεντάκειος Εστία στα Πατήσια, στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου 105α. Η Βιβλιοθήκη Αφεντακείου Κληροδοτήματος περιλαμβάνει τη σειρά του περιοδικού Κιμωλιακά, όπου από το 1970 δημοσιεύονται μελέτες για την ιστορία του νησιού. Μακροβιότερος ρέκτης πρόεδρος του Αφεντακείου Κληροδοτήματος χρημάτισε ο συγγενής της Κοιμωμένης, καθηγητής Παιδαγωγικής και Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής, κοσμήτωρ της και αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνιος Κ. Δανασσής-Αφεντάκης (1935-2020).

Η Κοιμωμένη σε περιπέτειες

Και μετά από όλα αυτά, άρθρο του δημοσιογράφου Ευστάθιου Θωμόπουλου (1902-1962) στην εφημερίδα Ακρόπολις της 23ης Φεβρουαρίου 1944 μάς πληροφορεί ότι η Κοιμωμένη έχει γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης προς πώληση από τον ανιψιό της, ανώτερο αξιωματικό του στρατού Χρήστο Μ. Χατζημιχάλη (1885-1957), ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και είχε κάνει κρούση στο ελληνικό δημόσιο για την αγορά της, στην τιμή των 50.000.000 δρχ.

Ο συντάκτης του άρθρου σημειώνει για την τύχη του εξαιρετικού μνημείου: «[…] απειλείται να μεταφερθή κάπου αλλού, στους οικογενειακούς τάφους κάποιου νεοπλούτου, κοινώς μαυραγορίτη λαδοπώλη, σταφιδοπώλη ή χαλβατζή. Ή, αφού ξερριζωθή από το μέρος που οι Αθηναίοι τόσο το αγάπησαν και το καμάρωσαν, να φυτευθή στην αυλή άλλου “πρωτευουσιάνου” αετονύχη, για να πιτσιλίζεται από τα κοκταίηλ των προσκεκλημένων του γκάρντεν-πάρτυ […]».

Γιάννη Παππά, Γεώργιος Οικον. Αφεντάκης, 1967, μάρμαρο, προαύλιο Οίκου Περιθάλψεως Κιμώλου (φωτ. Βασιλικής Αναγνώστου).

Από το ίδιο άρθρο μαθαίνουμε ότι το γλυπτό επικρίθηκε για έλλειψη πρωτοτυπίας του δημιουργού του, καθώς διατυπωνόταν η άποψη ότι στηρίζεται σε έργο που βρίσκεται σε κοιμητήριο της Ρουμανίας. Την υπεράσπιση της δημιουργίας του την ανέλαβε με απάντησή του ο ποιητής και γραμματέας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), ο οποίος κατέφυγε στο παράδειγμα της εικόνας της Θεοτόκου που φιλοτεχνείται διαφοροποιημένη από ζωγράφους, με τον καθένα να της δίνει τη δική του πνοή, ενώ ζήτησε να δοθεί απτή απόδειξη ότι υπάρχει όντως ρουμανικό έργο όμοιο με την Κοιμωμένη του Χαλεπά.

Πηγή: slpress.gr