Νέα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Ευεργέτη Γεωργίου Οικονόμου Αφεντάκη

Ο συμπατριώτης Γιάννης Ζέρβας δημοσίευσε μία σειρά άρθρων για τη ζωή και τη δράση του Ευεργέτη Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην εφημερίδα «Κιμωλιακά Νέα» στα φύλλα Μαΐου-Ιουνίου 2020, Ιουλίου-Αυγούστου 2020, Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2020 και Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2021.  Λόγω του ενδιαφέροντος αυτών των δημοσιεύσεων για την ιστορία του Αφεντακείου Κληροδοτήματος Κιμώλου, αναδημοσιεύουμε τα σχετικά στοιχεία στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος.

 

Οι εντυπώσεις που έχουμε για την ζωή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη βασίζονται σε ένα δημοσίευμα του Τάσου Γριτσόπουλου στα “Κιμωλιακά” το 1977 και σε ένα δημοσίευμα του Χαρίδημου Μουστάκα στην εφημερίδα “Φωνή της Κιμώλου” το 1957.  Το πρόβλημα αυτών των δύο δημοσιευμάτων είναι ότι δεν στηρίζονται σε πηγές της εποχής που ζούσε ο Ευεργέτης.  Όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι συντάκτες, τα όσα αναφέρουν για τη ζωή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη δεν είναι γεγονότα “σαφή και εξακριβωμένα”, αλλά δικές τους “εικασίες” και “υποθέσεις”.

Η σημερινή τεχνολογία μας επέτρεψε να εντοπίσουμε πολλά επίσημα έγγραφα της εποχής που ζούσε ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης, τα οποία δεν ήταν στη διάθεση του Τ. Γριτσόπουλου και του Χ. Μουστάκα.  Τα έγγραφα αυτά μας βοηθούν να γνωρίσουμε την πραγματικότητα για τη ζωή και τη δράση του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη και να διορθώσουμε μερικές από τις ανακρίβειες που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν.

 

(1)        Ο χρόνος γέννησης του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη

Ένα ιστορικό γεγονός που δεν ήταν γνωστό μέχρι σήμερα είναι ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε γεννηθεί το 1814.  Η εφημερίδα “Άστυ” της 28 Δεκεμβρίου 1899 μας πληροφορεί ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης πέθανε σε ηλικία 85 ετών στις 27 Δεκεμβρίου 1899.  Έτσι αποδεικνύεται ότι ήταν εσφαλμένη η εικασία που είχε εκφράσει ο Χ. Μουστάκας στη “Φωνή της Κιμώλου” το 1957: “ακριβή χρονολογία της γεννήσεώς του δεν έχομεν, εικάζομεν όμως ότι θα εγεννήθη μεταξύ των ετών 1819-1823“.  Εσφαλμένη είναι και η χρονολογία γεννήσεως 1820, που έχει χαραχθεί στον ανδριάντα του Ευεργέτη στην Κίμωλο.

 

(2)        Η οικογενειακή καταγωγή του Ευεργέτη Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη

Ο Τ. Γριτσόπουλος στη δημοσίευση του 1977 αναφέρει ότι ο ιερέας-οικονόμος Νικόλαος Αφεντάκης (πατέρας του Ευεργέτη Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη) πέθανε το 1822.  Ο θάνατος του πατέρα του Ευεργέτη όταν αυτός ήταν μόνο 8 ετών οδήγησε τον Χ. Μουστάκα το 1957 να κάνει την εικασία ότι η οικογένεια του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη ήταν “πτωχή και απροστάτευτη” και ότι “λόγω των στερήσεων” ο Ευεργέτης αναγκάστηκε να φύγει από την Κίμωλο μικρός, ξυπόλητος και φορώντας “μία ποδιά που είχε δέσει με ένα σπάγκο στη μέση”.  Δυστυχώς, ο Χ. Μουστάκας δεν αναφέρει καμία πηγή στην οποία να στηρίζονται οι εικασίες του.  Αντιθέτως, επίσημα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν μετά το 1957 αποδεικνύουν ότι όλες οι εικασίες του Χ. Μουστάκα ήταν εσφαλμένες.

Η πραγματικότητα είναι ότι η οικογένεια του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη ήταν από τις πλουσιότερες οικογένειες της Κιμώλου.  Αυτό αποδεικνύεται από έγγραφο του 1827 (πέντε χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του Ευεργέτη) δημοσιευμένο στα “Κιμωλιακά”, Τόμος Β’, σελ. 282.  Το έγγραφο αυτό περιγράφει το μερίδιο της οικογενειακής περιουσίας που έλαβε ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης, αδελφός του Ευεργέτη, όταν παντρεύτηκε.  Ο μακρύς κατάλογος του μεριδίου του αδελφού του Ευεργέτη περιλαμβάνει κτήματα, πρόβατα, αγελάδες, άλογα, χίλια γρόσια σε “μετρητά και ομολογίες” και ακόμα και ένα γούνινο παλτό και δύο κοντογούνια!  Συνεπώς, είναι απίθανο ο Ευεργέτης να ήταν “ξυπόλητος με μία ποδιά δεμένη με σπάγκο”, τη στιγμή που η μητέρα του προικοδοτούσε τον αδελφό του με γούνες και κοντογούνια!

Σημειώνεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται σε αυτό το έγγραφο αποτελούν απλώς ένα μέρος από την οικογενειακή περιουσία: το έγγραφο αναφέρει ότι, για τα οικόσιτα ζώα, έπρεπε “να γίνουν τέσσερα μερίδια”.  Επίσης, για να αντιληφθούμε την αξία που είχαν τα χίλια γρόσια εκείνη την εποχή, σημειώνουμε ότι το σύνολο των προσόδων που έδωσε η Κίμωλος στην επαναστατική κυβέρνηση το 1825 ήταν τέσσερεις χιλιάδες γρόσια (Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Τόμος Έβδομος, σελ. 161).

Ένα ακόμα γεγονός που δείχνει την οικονομική άνεση της οικογενείας του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη είναι ότι το 1826 (τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα τους) ο μεγαλύτερος αδελφός του Ευεργέτη πήγε στη Σίφνο για να σπουδάσει σε σχολείο ανώτερο από αυτό που υπήρχε στην Κίμωλο (βλέπε “Κιμωλιακά”, Τόμος ΣΤ’, σελ. 233).  Εάν πράγματι η οικογένεια του Ευεργέτη ήταν “πτωχή, απροστάτευτη και στερημένη”, τότε ο μεγαλύτερος γιος θα είχε αναγκαστεί να εργαστεί μετά το θάνατο του πατέρα του για να υποστηρίξει τη χήρα μητέρα του και τα μικρότερα αδέλφια του.  Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η οικογένεια όχι μόνο δεν είχε ανάγκη της εργασίας του μεγαλυτέρου γιού της, αλλά αντίθετα είχε την οικονομική δυνατότητα να τον στείλει για καλύτερες σπουδές εκτός Κιμώλου και μάλιστα το 1826 εν μέσω των πολεμικών γεγονότων της Ελληνικής Επαναστάσεως.

Η οικονομική άνεση της οικογενείας του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη φαίνεται ότι προερχόταν από την πλευρά της μητέρας του, η οποία ήταν κόρη του ιερέα Δημητρίου Σάρδη που είχε το αξίωμα του Οικονόμου και του ανήκε η εκκλησία που είναι ακόμα και σήμερα γνωστή ως η “Παναγιά του Κονόμου”.  Ο ιερέας Δημήτριος Σάρδης έζησε έως το 1835 (“Κιμωλιακά”, Τόμος Β’, σελ. 208) και μπόρεσε να υποστηρίξει την οικογένεια της κόρης του για αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του γαμπρού του.

Δικαιοπρακτικά έγγραφα που έχουν δημοσιευθεί στον Β’ Τόμο των “Κιμωλιακών” και αφορούν τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων μεταξύ διαδοχικών γενεών των προγόνων του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη από την πλευρά της μητέρας του δείχνουν ότι οι πρόγονοι του Ευεργέτη ήταν από τους πλουσιότερους κατοίκους της Κιμώλου ήδη από την δεκαετία του 1690.

Η σημασία για την Κίμωλο της εκ μητρός οικογενείας του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη φαίνεται και από ένα έγγραφο του 1795 που έχει δημοσιευτεί στα “Κιμωλιακά”, Τόμος Γ’, σελ. 319-321.  Το έγγραφο αυτό μας πληροφορεί ότι ο πατέρας του ιερέα/οικονόμου Δημητρίου Σάρδη (δηλαδή ο προ-παππούς του Ευεργέτη) ήταν “πρώτος προεστός και καντζιλιέρης του τόπου και κυβερνήτης εις όλον το ραγιά χρόνους πολλότατους”.

Η οικογενειακή καταγωγή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη εξηγεί καλύτερα την προσωπικότητά του.  Ο Ευεργέτης δεν ήταν “νεόπλουτος”.  Γεννήθηκε σε μία οικογένεια που ήταν από τις πιο πλούσιες του τόπου του και που είχε παίξει πρωτεύοντα ρόλο στην τοπική κοινωνία για πολλές γενιές.  Συνεπώς, η φιλανθρωπία του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη ήταν φυσική συνέπεια της οικογενειακής παράδοσης και ανατροφής του.

 

(3)        Η εγκατάσταση του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αθήνα

Ο Χ. Μουστάκας είχε υποθέσει το 1957 ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε έλθει στην Αθήνα σε πολύ μικρή ηλικία μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο, με σκοπό να βρει εργασία ως υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα.  Αυτή η υπόθεση είναι φανερά εσφαλμένη.  Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε γεννηθεί το 1814 και ήταν στην ηλικία που περιγράφει ο Χ. Μουστάκας την περίοδο 1826-1827.  Εκείνα τα χρόνια η Αθήνα ήταν πεδίο μάχης ανάμεσα στους Τούρκους του Κιουταχή και τους Έλληνες του Γκούρα και του Καραϊσκάκη.  Είναι εντελώς απίθανο ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης να είχε έρθει στην Αθήνα για να βρει εργασία σε εμπορικό κατάστημα εκείνη τη χρονική περίοδο.  Όπως έγραψε και ο Τ. Γριτσόπουλος το 1977, ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης πρέπει να ήλθε στην Αθήνα μόνο μετά το 1834, όταν μεταφέρθηκε εκεί η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο, δηλαδή σε ηλικία άνω των 20 ετών.  Δυστυχώς, ούτε ο Χ. Μουστάκας, ούτε ο Τ. Γριτσόπουλος κατάφεραν να μάθουν πότε μετακόμισε στην Αθήνα ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης.

Η πιο πρώϊμη αναφορά στην παρουσία του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αθήνα που εντοπίσαμε είναι ένα βιβλίο του τυπογραφείου Γκαρπόλα με θρησκευτικό θέμα που εκδόθηκε το 1845 και που περιλαμβάνει τον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη ως συνδρομητή.  Αντιθέτως, το όνομα του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των συνδρομητών που εντοπίσαμε σε άλλο βιβλίο των εκδόσεων Γκαρπόλα τυπωμένο το 1840.  Ίσως αυτό να σημαίνει ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μεταξύ του 1840 και του 1845.

Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Ελληνικού Κράτους περιέχει στοιχεία που ενισχύουν αυτήν την άποψη.  Το ΦΕΚ 28/1843 μας πληροφορεί ότι στις 28 Μαΐου 1843 διορίσθηκε Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κιμώλου ο Γεώργιος Αφεντάκης, σε αντικατάσταση του Φραγκούλη Λογοθέτη.

Η έρευνά μας δεν εντόπισε κανέναν άλλον Κιμωλιάτη με το όνομα “Γεώργιος Αφεντάκης” που να ήταν σε ηλικία να εργαστεί ως Γραμματέας Ειρηνοδικείου το 1843.  Ο μόνος άλλος Κιμώλιος Γεώργιος Αφεντάκης σε αυτήν την ηλικία ήταν μυλωνάς (γιος του Μάρκου Αφεντάκη, επίσης μυλωνά).  Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο Σιφνιός ιστοριοδίφης Σ. Συμεωνίδης στο βιβλίο του «Η εκπαιδευτική άνοιξη στο νησί της Κιμώλου», σελ. 148-150, ο μυλωνάς Αφεντάκης ήταν «αγράμματος».  Συνεπώς, το πιθανότερο είναι ότι ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κιμώλου του 1843 ήταν ο Ευεργέτης Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης.

Εάν τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι σωστά, τότε είναι πιθανό ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης να εγκατέλειψε τη θέση του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Κιμώλου μετά το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο οδήγησε σε απολύσεις και παραιτήσεις πολλών δικαστικών και δημοσίων υπαλλήλων.  Ίσως ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης να μετακόμισε στην Αθήνα μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη Οικ. Αφεντάκη, για τον οποίον γνωρίζουμε ότι ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει δάσκαλος στο Διδασκαλείο Αθηνών την Άνοιξη του 1844 (βλέπε το βιβλίο του Σ. Συμεωνίδη “Η εκπαιδευτική άνοιξη στο νησί της Κιμώλου”, σελ. 115).  Η ενδεχόμενη εγκατάσταση του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αθήνα την περίοδο 1843-1844 συνάδει με το γεγονός ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στους Αθηναίους συνδρομητές των εκδόσεων Γκαρπόλα το 1845, αλλά δεν περιλαμβάνεται στους συνδρομητές του 1840.

Σημειώνεται ότι το Ειρηνοδικείο Κιμώλου ιδρύθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1837 με πρώτον Ειρηνοδίκη το Σταύρο Λογοθέτη (ΦΕΚ 34/1837, σελ. 137).  Ο Σταύρος Λογοθέτης ανήκε στη γνωστή οικογένεια που άσκησε τη δημαρχεία της Κιμώλου για πολλά χρόνια και το όνομά του φέρει το “Ίδρυμα Ιωάννη Σταυρή Λογοθέτη” που υπάρχει ακόμα στις ημέρες μας.  Ο Σταύρος Λογοθέτης υπηρέτησε στην Κίμωλο μέχρι τις 7 Νοεμβρίου 1841, όταν μετατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Τήνου (ΦΕΚ 1/1842, σελ. 4).  Τον αντικατέστησε στις 2 Δεκεμβρίου 1841 ο Πέτρος Μοδινός (ΦΕΚ 3/1842, σελ. 14).

Στις 12 Μαΐου 1838 διορίσθηκαν Πάρεδροι του Ειρηνοδικείου Κιμώλου ο Ελευθέριος Παρθενόπουλος και ο Τομάζος Γαβαλάς (ΦΕΚ 22/1838, σελ. 116).  Ο Τομάζος Γαβαλάς αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Α. Σάρδη στις 9 Φεβρουαρίου 1839 (ΦΕΚ 5/1839, σελ. 27).

Στις 12 Μαΐου 1838 διορίσθηκε Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κιμώλου ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης, αδελφός του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη (ΦΕΚ 22/1838, σελ. 116).  Στις 5 Σεπτεμβρίου 1838 αντικαταστάθηκε από τον Φραγκούλη Λογοθέτη (ΦΕΚ 39/1838, σελ. 198).  Ο Φραγκούλης Λογοθέτης έγινε αργότερα ιερέας και αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Αφεντάκη στις 28 Μαΐου 1843 (ΦΕΚ 28/1843, σελ. 152).

Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αναφέρει επίσης το όνομα “Γ. Αφεντάκης” ως Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Μήλου στις 16 Ιουλίου 1839 (ΦΕΚ 23/1839, σελ. 107).  Αναφέρει επίσης το όνομα του Ιωάννη Οικ. Αφεντάκη ως Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Κιμώλου στις 5 Σεπτεμβρίου 1844 (ΦΕΚ 31/1844, σελ. 158).  Αναρωτιέμαι εάν αυτές οι αναφορές σημαίνουν ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε εργαστεί και στο Ειρηνοδικείο Μήλου πριν εργαστεί στο Ειρηνοδικείο Κιμώλου.

Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείεται να υπήρξε σύγχυση μεταξύ των βαπτιστικών ονομάτων των δύο αδελφών Αφεντάκη και τα ονόματα που έχουν δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να είναι εσφαλμένα.  Ελπίζω ότι θα καταφέρω να συμπληρώσω την έρευνά μου στο μέλλον, ώστε να διευκρινίσω αυτό το σημείο.  Εάν κάποιος από τους αναγνώστες σας έχει ήδη ερευνήσει αυτό το σημείο, τον παρακαλώ να στείλει τα ευρήματά του προς δημοσίευση στην εφημερίδα σας.

 

(4)        Η πολιτική δράση του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη

Ένα γεγονός που δεν ήταν έως τώρα γνωστό είναι η σημαντική πολιτική δράση του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη.  Η εφημερίδα “Αιών” της 4 Απριλίου 1866 μας πληροφορεί ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης εξελέγη πρώτος σε ψήφους Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων στις δημοτικές εκλογές του 1866.  Η εφημερίδα “Αλήθεια” της 17 Μαρτίου 1870 μας πληροφορεί ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης εξελέγη και πάλι πρώτος σε ψήφους Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων στις δημοτικές εκλογές του 1870 με 3.250 ψήφους έναντι 2.965 του δεύτερου εκλεγμένου συμβούλου.

Το βιβλίο του Γ.Π. Παρασκευόπουλου με τίτλο “Οι Δήμαρχοι των Αθηνών 1835-1907” μας πληροφορεί ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν το 1870 υποψήφιος για Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας.  Δυστυχώς, έχασε από τον Στυλιανό Κολιάτσο με ψήφους 9 έναντι 8.

Το ίδιο βιβλίο μας επιβεβαιώνει ότι Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης έθετε πάντα ως προτεραιότητα τους αδύναμους και ατυχείς της κοινωνίας.  Για παράδειγμα, όταν τον Ιούλιο του 1868 γεννήθηκε ο Διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου, ο μετέπειτα Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α’, ο Δήμος Αθηναίων οργάνωσε διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις.  Η καλοσύνη του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη αποδεικνύεται από το γεγονός ότι επέλεξε να συμμετάσχει στον εορτασμό με το να γίνει μέλος της Επιτροπής του Δήμου που διένειμε χρηματικά βοηθήματα στους “ενδεείς και φυλακισμένους”.

Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης έπαψε να είναι δημοτικός σύμβουλος το 1874.  Η εφημερίδα “Αιών” της 9 Ιανουαρίου 1874 μας πληροφορεί ότι στις δημοτικές εκλογές του 1874 ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν “παραπληρωματικός” σύμβουλος παρά το ότι έλαβε 2.912 ψήφους.  Η εφημερίδα “Αυγή” έγραψε στις 8 Ιανουαρίου 1874 ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης επρόκειτο να πάρει τη θέση άλλου δημοτικού συμβούλου του οποίου η εκλογή επρόκειτο να ακυρωθεί, αλλά στις 10 Ιανουαρίου 1874 δημοσίευσε τον τελικό πίνακα των εκλεγέντων επιβεβαιώνοντας ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης δεν είχε εκλεγεί “τακτικός” δημοτικός σύμβουλος.

Η εφημερίδα “Αλήθεια” της 25 Απριλίου 1866 διασώζει τον λόγο που εκφώνησε ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ως πρώτος σε ψήφους εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας της νέας δημοτικής αρχής στον Μητροπολιτικό ναό της Αθήνας στις 22 Απριλίου 1866.  Σας τον παραθέτω για να γνωρίσουν οι σημερινοί Κιμωλιάτες καλύτερα την προσωπικότητα του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη.

“Κύριοι σύμβουλοι.  Αναλαμβάνοντες σήμερον τα καθήκοντα ημών, ως μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν αμφιβάλλω ότι πάντες υπό των αυτών εμπνεόμεθα αισθημάτων της ακριβούς και αμερολήπτου εκπληρώσεως της εντολής, ην παρά των συνδημοτών ελάβομεν.

Ο Δήμος ημών, ας ομολογήσωμεν, ότι δυστυχώς δεν ευρίσκεται εν τη περιωπή εκείνη εν η ως εικός ώφειλε να τυγχάνη.  Στερούμενος προ πολλού, ένεκα των πολιτικών ανωμαλιών, των νομίμων αυτού αντιπροσώπων, ου μόνον δεν εβάδισε την οδό της προόδου, αλλά ίσως και κατώτερος πολλών άλλων δήμων της επικρατείας κατέστη.

Όθεν το έργον ημών, κατά πρώτον μετά την αισίαν αποκατάσταση των πραγμάτων αναδεχομένων την του Δήμου διοίκηση, έσεται λίαν σπουδαίον.  Δια της συντόνου ενεργείας ημών οφείλομεν ου μόνο τας υπαρχούσας ελλείψεις να βελτιώσωμεν, αλλά συγχρόνως να θέσωμεν τας βάσεις της εν μέλλοντι προόδου αυτού.

Δεν αμφιβάλλω δε, ότι τη συμπράξει του εντίμου κυρίου Δημάρχου και μακράς πείρας των δημοτικών πραγμάτων ευμοιρούντος και δια του αόκνου αυτού ζήλου διακρινομένου, θέλομεν αισίως εκπληρώσει την εντολήν ημών.

Κύριοι!  Ο Δήμος είναι η πρώτη βάση του πολιτικού ημών διοργανισμού, όθεν περί της ακριβούς των πραγμάτων αυτού διοικήσεως μεριμνώντες, έστε βέβαιοι ότι τα μέγιστα συντελούμεν εις την παγίωση της νέας των πραγμάτων τάξεως, εις την ανάπτυξη των πολιτικών θεσμών και εις την πραγματοποίηση των ελπίδων τας οποίας εν τη καρδία αυτού τρέφει περί του μέλλοντος του έθνους ο δημοφιλής Βασιλεύς ημών Γεώργιος ο Α’, υπέρ ου ανακράξωμεν: Ζήτω!”

 

(1)        Η ζωή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αθήνα

Έως τώρα, πολύ λίγα ήταν γνωστά για την ζωή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αθήνα.  Όπως παραδέχτηκε ο Τ. Γριτσόπουλος το 1977, δεν ήταν γνωστές “λεπτομέρειες για τις εμπορικές δραστηριότητες” του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη.

Η έρευνά μας εντόπισε έγγραφα που δεν ήταν γνωστά στους παλαιότερους ερευνητές και που μας δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αθήνα.

Ένα γεγονός που δεν ήταν γνωστό έως σήμερα είναι ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν μέλος της διοίκησης του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών από τις 8 Μαρτίου 1856 (ΦΕΚ 9/1856).  Αυτό δείχνει ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν δραστήριο μέλος της εμπορικής κοινότητας των Αθηνών.

Ένα άλλο γεγονός που δεν ήταν γνωστό στους παλαιότερους ερευνητές είναι ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν ενεργό μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρίας Αθηνών.  Το όνομά του περιλαμβάνεται στους καταλόγους με τα τακτικά μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρίας τουλάχιστον από το 1860 (βλέπε τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης της Εταιρίας για κάθε χρόνο μεταξύ του 1860 και του 1870).  Η Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών συγκέντρωνε εκείνη την εποχή το πιο μορφωμένο τμήμα της Αθηναϊκής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των πρωθυπουργών της χώρας.  Η συμμετοχή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη στην Αρχαιολογική Εταιρία επιβεβαιώνει το υψηλό μορφωτικό επίπεδό του και τα πνευματικά ενδιαφέροντά του.

 

(2)        Οι εικασίες για τη σχέση του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη με την οικογένεια Βερσή

Ο Τ. Γριτσόπουλος είχε γράψει στα ¨Κιμωλιακά” το 1977 ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε παντρευτεί την κόρη ενός πλουσίου εμπόρου με το επώνυμο “Βερσής”.  Ο Τ. Γριτσόπουλος είχε υποθέσει ότι ο Βερσής είχε μόνο δύο κόρες, την Ελευθερία και την Αικατερίνη.  Υπέθεσε επίσης ότι ο σύζυγος της κόρης Αικατερίνης είχε άλλες ασχολίες και ότι, για το λόγο αυτό, ο Βερσής παρέδωσε την εμπορική επιχείρησή του στον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη που ήταν ο σύζυγος της κόρης Ελευθερίας.  Κατά τον Τ. Γριτσόπουλο, με αυτόν τον τρόπο ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης μετατράπηκε από πτωχός εμποροϋπάλληλος σε πλούσιο μεγαλέμπορο.

Ο Χ. Μουστάκας είχε παρουσιάσει την ιστορία διαφορετικά στη “Φωνή της Κιμώλου” το 1957.  Είχε γράψει ότι ο πλούσιος έμπορος λεγόταν “Μπερσύ” και ότι η κόρη του Αικατερίνη δεν είχε ποτέ παντρευτεί.  Σύμφωνα με τον Χ. Μουστάκα, μετά το θάνατο του πατέρα της “η εν λόγω σύζυγος του Γεωργίου Ελευθερία εγένετο μετά της αγάμου αδελφής της Αικατερίνης κυρία της μεγάλης περιουσίας του Μπερσύ μετά του καταστήματος”.

Δυστυχώς, ο Τ. Γριτσόπουλος και ο Χ. Μουστάκας δεν αναφέρουν τις πηγές από τις οποίες άντλησαν τα όσα δημοσίευσαν.  Οι εικασίες τους μάλλον είχαν στηριχθεί στο ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ανέφερε στην διαθήκη του ότι η σύζυγός του ονομαζόταν Ελευθερία και ότι η αδελφή της ονομαζόταν Αικατερίνη Βερσή.  Από τον αντιφατικό τρόπο που παρουσιάζουν τις ιστορίες τους φαίνεται ότι μάλλον δεν είχαν εξακριβωμένες πληροφορίες για την οικογένεια Βερσή και τη σχέση της με τον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη.  Είναι χαρακτηριστικό το ότι δεν αναφέρουν καν το μικρό όνομα του πλουσίου “Βερσή” ή “Μπερσύ”.

 

(α)       Είναι σωστές αυτές οι εικασίες?

Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι οι εικασίες των Τ. Γριτσόπουλου και Χ. Μουστάκα μάλλον δεν ήταν σωστές.

Ξεκινάμε από το κείμενο της διαθήκης του Ευεργέτη, που μας δείχνει ότι η προίκα που έλαβε η σύζυγός του από τον πατέρα της ήταν ελάχιστη σε σχέση με την περιουσία του ιδίου του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη.  Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης αναφέρει στη διαθήκη του την αξία της προίκας της συζύγου του: 3.000 δραχμές και άλλες 3.000 δραχμές ως δωρεά.  Η συνολική περιουσία του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη ήταν πάνω από 660.000 δραχμές.  Ένα μέτρο σύγκρισης για να καταλάβουμε τη σχετική αξία των 6.000 δραχμών της προίκας είναι ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης κληροδότησε από 7.000 δραχμές σε κάθε ένα από τα 32 ανίψια του!

Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης απαριθμεί και τα ακίνητα της συζύγου του, που ήταν τρία: ένα μαγαζί και δύο οικίες.  Γράφει ότι είχε δαπανήσει για τη συντήρηση αυτών των ακινήτων ποσά πολλαπλάσια της αξίας της προίκας (αντιστοίχως 16.000 δραχμές, 14.000 δραχμές και 5.000 δραχμές).  Αναφέρει ακόμα ότι η σύζυγός του είχε λάβει ως προίκα και κάποιους αγρούς, τους οποίους είχε πωλήσει για 8.000 δραχμές.  Το μαγαζί και οι δύο οικίες παρέμεναν στην κυριότητα της συζύγου του.  Ίσως για αυτόν το λόγο, ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης δεν κληροδοτεί στη σύζυγό του ούτε μία δραχμή από την περιουσία του!  Της επιστρέφει απλώς την προίκα της.

Συνεπώς, οι εικασίες του Χ. Μουστάκα και του Τ. Γριτσόπουλου δεν επιβεβαιώνονται.  Η προίκα της συζύγου του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη δεν περιείχε ούτε μεγάλη χρηματική περιουσία, ούτε “μέγα κατάστημα”.

Και άλλες εικασίες που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν αποδεικνύονται αναληθείς.  Για παράδειγμα, ο Χ. Μουστάκας είχε γράψει ότι το “μέγα κατάστημα” του Βερσή που δήθεν κληρονόμησε ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης βρισκόταν “επί της πλατείας του Ψυρρή παρά το Δημοπρατήριο”.  Όμως, το Δημοπρατήριο δεν βρισκόταν εκείνη την εποχή στην πλατεία του Ψυρρή: βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Αιόλου.  Και ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης γράφει στην διαθήκη του ότι το μαγαζί της συζύγου της βρισκόταν “επί της οδού Καπνικαρέας”.

Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης γράφει ακόμα ότι η αδελφή της γυναίκας του ονομαζόταν Αικατερίνη Βερσή το1895.  Την εποχή εκείνη οι παντρεμένες γυναίκες έπαιρναν το επώνυμο του συζύγου τους και δεν κρατούσαν το επώνυμο του πατρός τους.  Η ηλικιωμένη Αικατερίνη είχε το επώνυμο “Βερσή”.  Αυτό σημαίνει ότι ή δεν είχε παντρευτεί ποτέ και έτσι είχε διατηρήσει το πατρικό της επώνυμο, ή ότι το επώνυμο “Βερσής” ήταν το επώνυμο του συζύγου της και όχι το επώνυμο του πατέρα της.  Ο Χ. Μουστάκας είχε εικάσει το πρώτο, ενώ ο Τ. Γριτσόπουλος είχε εικάσει το δεύτερο.

Η αμφιβολία μας για την ορθότητα των εικασιών του Χ. Μουστάκα και του Τ. Γριτσόπουλου ενισχύονται και από το Παράρτημα των Πρακτικών των Συνεδριάσεων της Βουλής του 1889, που εκδόθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο το 1890.  Στο έντυπο αυτό αναφέρεται ένα χρηματικό κονδύλιο για την κατεδάφιση της οικίας της “χήρας Αικατερίνης Βερσή”.  Μήπως πρόκειται για την αδελφή της συζύγου του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη?  Μήπως πράγματι το “Βερσής” δεν ήταν το πατρικό επώνυμο της συζύγου του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη, αλλά το επώνυμο του συζύγου της αδελφής της?

 

(β)        Ποιος ήταν ο Βερσής?

Η έλλειψη εξακριβωμένων πληροφοριών σχετικά με την οικογένεια της συζύγου του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη και, συνακόλουθα, σχετικά με τον τρόπο απόκτησης της περιουσίας του στις δημοσιεύσεις του Τ. Γριτσόπουλου και του Χ. Μουστάκα με ώθησαν να ερευνήσω ποιοι πλούσιοι έμποροι με το επώνυμο “Βερσής” ή “Μπερσύ” υπήρχαν στην Αθήνα την εποχή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη.

Από την έρευνα προέκυψε ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν στην Αθήνα δύο πλούσιοι έμποροι-κτηματίες με το επώνυμο Βερσής ή Μπερσής: ο Σωτήριος Βερσής και ο Παναγής Βερσής.  Τα ονόματά τους περιλαμβάνονται στους καταλόγους των ευπόρων που είχαν τα “προσόντα να υπηρετήσουν ως ένορκοι” στα Ελληνικά δικαστήρια και είχαν δημοσιευθεί σε παραρτήματα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως το 1844 (ΦΕΚ 33/1844), το 1845 (ΦΕΚ 27/1845) και το 1848 (ΦΕΚ 30/1848).

Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αναφέρει ότι ο Σωτήριος Βερσής ήταν 41 ετών το 1848, που σημαίνει ότι είχε γεννηθεί το 1807.  Ο Παναγής Βερσής ήταν 50 ετών το 1848, που σημαίνει ότι είχε γεννηθεί το 1798.  Είχαν σχετικά μικρή διαφορά ηλικίας από τον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη, που είχε γεννηθεί το 1814 (εφημερίδα “Άστυ”, 28 Δεκεμβρίου 1899).  Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που διαψεύδει την εικασία ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε δήθεν αρχίσει να εργάζεται για τον πλούσιο Βερσή σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις μετά το δημοτικό σχολείο.

 

(γ)        Η οικογένεια του Σωτηρίου Βερσή

Για την οικογένεια του Σωτηρίου Βερσή μας πληροφορεί το βιβλίο του Αναστασίου Γούδα με τίτλο “Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών” που εκδόθηκε το 1869.  Αυτό το βιβλίο αναφέρει ότι, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, ο Σωτήριος Βερσής και η οικογένειά του είχαν καταφύγει από την Αθήνα στη Σύρο όπου ο Σωτήριος παντρεύτηκε την ανιψιά του Ανθίμου Γαζή.  Ο γάμος έγινε λίγο μετά το θάνατο του Ανθίμου Γαζή το 1828.  Ο Σωτήριος Βερσής περιγράφεται ως ανάπηρος (του έλειπε το ένα πόδι), αλλά πολύ δραστήριος επαγγελματικά και επιτυχημένος οικονομικά.

Ο Σωτήριος Βερσής και η οικογένεια του εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα μετά το 1831 αλλά πριν από το 1844.  Η παρουσία της οικογένειας Σωτηρίου Βερσή στη Σύρο μέχρι τουλάχιστον το 1831 πιστοποιείται από δύο έγγραφα: Πρώτον, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στη συλλογή Ελένης Π. Γρυπάρη, υπάρχει επιστολή προς τον “Σωτήριον Βερσή Αθηναίον εις Σύραν” με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1830.  Δεύτερον, ο Τ. Γριτσόπουλος δημοσίευσε στο Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας το 1961 ένα “μαρτυρικό” έγγραφο που πιστοποιεί ότι η σύζυγος του Σωτηρίου Βερσή ήταν η νόμιμη κληρονόμος του θείου της Ανθίμου Γαζή.  Το έγγραφο αυτό είχε συνταχθεί στη Σύρο στις 26 Μαρτίου 1831.

Το βιβλίο του Αναστασίου Γούδα αναφέρει ότι ο Σωτήριος Βερσής είχε τρεις γιούς.  Αυτοί ήταν ο Κωνσταντίνος Βερσής τραπεζίτης στην Αθήνα, ο Διονύσιος Βερσής ηγούμενος στη Μονή Ασωμάτων Πετράκη και ο Αναστάσιος Βερσής.  Το βιβλίο δεν αναφέρει εάν ο Σωτήριος Βερσής είχε και κόρες.

Υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης μάλλον γνώριζε μέλη αυτής της οικογενείας.  Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Βερσής είχε εκλεγεί Δημοτικός Σύμβουλος Αθηνών το 1866 στις ίδιες εκλογές όπου είχε εκλεγεί και ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης (σελ. 246 του βιβλίου του Γ.Π. Παρασκευόπουλου με τίτλο «Οι Δήμαρχοι των Αθηνών 1835-1907»).  Επίσης, τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης της Αρχαιολογικής Εταιρίας Αθηνών της δεκαετίας του 1860 δείχνουν ότι τόσο ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης όσο και ο τραπεζίτης Κωνσταντίνος Σ. Βερσής ήταν μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρίας Αθηνών κατά την ίδια περίοδο.  Παράλληλα, τόσο ο Κωνσταντίνος Σ. Βερσής όσο και ο Κωνσταντίνος Οικ. Αφεντάκης (αδελφός του Ευεργέτη και πατέρας της “Κοιμωμένης του Χαλεπά”) ήταν ιδρυτικοί μέτοχοι ασφαλιστικής εταιρίας στον Πειραιά το 1863 (ΦΕΚ 7/1864).  Για την αποφυγή συγχύσεων διευκρινίζω ότι, πέρα από τον τραπεζίτη Κωνσταντίνο Σ. Βερσή, υπήρχε εκείνη την εποχή και ο Κωνσταντίνος Χ. Βερσής (1849-1881) που ήταν λογοτέχνης, συγγραφέας θεατρικών έργων και μέλος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».

Δεν αποκλείεται όμως αυτές οι κοινές δραστηριότητες να ήταν αποτέλεσμα σύμπτωσης: ως μορφωμένοι και επιτυχημένοι επιχειρηματίες της εποχής οι Αφεντάκηδες και ο Κωνσταντίνος Σ. Βερσής ίσως να συναντιόνταν στις ίδιες επιχειρηματικές και επιστημονικές δραστηριότητες χωρίς να έχουν οικογενειακή σχέση.  Ένα ακόμα παράδειγμα αυτών των μάλλον τυχαίων κοινών δραστηριοτήτων είναι το ότι ο Σωτήριος Βερσής και ο Κωνσταντίνος Οικ. Αφεντάκης εμφανίζονται ως συνδρομητές βιβλίου περί της ιστορίας των Αθηνών του Διονυσίου Σουρμελή, που είχε εκδοθεί από το τυπογραφείο Αγγελίδου στην Αθήνα το 1853.

Άραγε να είχε ο Σωτήριος Βερσής και δύο κόρες, την Ελευθερία και την Αικατερίνη και να είχε παντρευτεί ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης την Ελευθερία?  Αυτό δεν φαίνεται πολύ πιθανό.  Το βιβλίο του Αναστασίου Γούδα που αναφέρει μόνο τους τρεις γιους του Σωτηρίου Βερσή είχε εκδοθεί το 1869.  Την εποχή εκείνη ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν πολύ γνωστός επιχειρηματίας και είχε εκλεγεί πρώτος σε ψήφους δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων.  Εάν είχε πράγματι συγγενική σχέση με την οικογένεια του Σωτηρίου Βερσή, αυτό θα είχε αναφερθεί στο βιβλίο που παρουσίαζε τα επιφανή μέλη της οικογενείας Σωτηρίου Βερσή.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο μας δίνει το φύλλο 25 της «Δικαστικής Εφημερίδος», που αναφέρει ότι στις 6 Μαρτίου 1890 συζητήθηκε ενώπιον του Εφετείου μία υπόθεση εναντίον της «Αικατερίνης, χήρας Α. Βερσή».  Άραγε, μήπως πρόκειται για την «Αικατερίνη Βερσή» της διαθήκης του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη?  Μήπως αυτή η Αικατερίνη είχε παντρευτεί τον Αναστάσιο Βερσή (που αναφέρεται ως «κτηματίας» στην εφημερίδα «Νέαι Ιδέαι» της 23 Ιουλίου 1883), δηλαδή έναν από τους τρεις γιούς του Σωτηρίου Βερσή?

 

Μνημείο Βερσή

 

(δ)        Η οικογένεια του Παναγή Βερσή

Η οικογένεια του Παναγή Βερσή έχει αφήσει ένα εντυπωσιακό ταφικό μνημείο στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.  Το περασμένο καλοκαίρι το επισκέφθηκα.  Από τα ονόματα που είναι χαραγμένα στο μνημείο προκύπτει ότι ο Παναγής Βερσής είχε τουλάχιστον δύο γιούς που ονομάζονταν Παύλος και Βασίλειος.  Η σύζυγός του λεγόταν Μαρία και ο Δημήτριος Καμπούρογλους μας πληροφορεί στο βιβλίο του “Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων” ότι ήταν το γένος Νερούτσου, μεγαλοκτηματιών της προ-Επαναστατικής Αττικής.  Στα γυναικεία ονόματα που είναι χαραγμένα στο μνημείο δεν περιλαμβάνονται το Αικατερίνη ή το Ελευθερία.  Αυτό βέβαια δεν αποκλείει να είχε ο Παναγής Βερσής κόρες με αυτά τα ονόματα που όμως δεν ετάφησαν στον οικογενειακό τάφο.

Μνημείο Βερσή

Υπάρχουν κάποια στοιχεία που ίσως να δείχνουν ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης σχετιζόταν με την οικογένεια Παναγή Βερσή.  Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι τόσο ο Παναγής Βερσής όσο και ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχαν εκλεγεί στη διοίκηση του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ο πρώτος το 1851 (ΦΕΚ 16/1851) και ο δεύτερος το 1856 (ΦΕΚ 9/1856).  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι συνεργάζονταν στην ίδια εμπορική επιχείρηση.  Στο ταφικό μνημείο αναφέρεται ότι ο Παναγής Βερσής πέθανε το 1878.  Είναι απίθανο να είχε εγκαταλείψει τις εμπορικές δραστηριότητές του και να είχε παραδώσει την περιουσία του στον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη ήδη από το 1856, ιδιαίτερα καθώς είχε γιούς που συνέχιζαν τις οικονομικές δραστηριότητές του.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Κιμωλιάτης συμβολαιογράφος Γεράσιμος Αφεντάκης του Κωνσταντίνου είχε το γραφείο του σε κτίριο ιδιοκτησίας του Παναγή Βερσή στην οδό Αιόλου στην Αθήνα την περίοδο 1868 (εφημερίδα “Αυγή” 19-2-1868) με 1871 (“Αυγή” 11-3-1871).  Όμως, ίσως και αυτό να είναι προϊόν συμπτώσεως.  Ο Γεράσιμος Κ. Αφεντάκης δεν ήταν συγγενής του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη.  Επίσης, η διαθήκη του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη δείχνει ότι ο Ευεργέτης δεν συνεργαζόταν με τον Γεράσιμο Κ. Αφεντάκη, ούτε με τον γιό αυτού Γεώργιο Γερ. Αφεντάκη, που ήταν επίσης συμβολαιογράφος τη δεκαετία του 1890.  Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης συνεργαζόταν με τον συμβολαιογράφο Γεράσιμο Θεοφανόπουλο, τον οποίον κατέστησε και εκτελεστή της διαθήκης του.

Για λόγους πληρότητας σημειώνω ότι η εφημερίδα “Μήλος” αναφέρει πως ο συμβολαιογράφος Γεώργιος Γερ. Αφεντάκης δώρισε στην εκκλησία της Οδηγήτριας στην Κίμωλο την πατρική του οικία στον Άγιο Μηνά Κιμώλου την δεκαετία του 1930.  Ο δικός του γιος, Μιχαήλ Γ. Αφεντάκης ήταν επίσης συμβολαιογράφος και είχε συντάξει συμβόλαια για το Σοφοκλή Βενιζέλο και το Νικόλαο Πλαστήρα την δεκαετία του 1950.  Ο άλλος γιος του, Χαρίλαος Αφεντάκης ήταν γνωστός γυναικολόγος.

 

(ε)        Συμπέρασμα

Εάν ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε πράγματι παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου Βερσή, τότε πεθερός του θα ήταν ή ο Σωτήριος Βερσής, ή ο Παναγής Βερσής.  Όμως, και οι δύο αυτές οικογένειες Βερσή είχαν γιους που συνέχισαν την οικονομική δραστηριότητα των πατέρων τους.  Έτσι διαψεύδονται οι εικασίες του Τ. Γριτσόπουλου και του Χ. Μουστάκα ότι δήθεν ο πλούσιος Βερσής είχε μόνο δύο κόρες και ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης είχε δήθεν κληρονομήσει την μεγάλη περιουσία του πεθερού του.  Τα στοιχεία που εντοπίσαμε δείχνουν ότι η προίκα που έλαβε η σύζυγος του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη μπορεί να ήταν αξιοπρεπής για την εποχή εκείνη, αλλά η περιουσία που αυτός σχημάτισε ήταν αποτέλεσμα της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας.

 

(3)        Η συνεργασία του Ευεργέτη με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Οικ. Αφεντάκη

Ο Χ. Μουστάκας είχε γράψει το 1957 ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Οικ. Αφεντάκη είχαν ανοίξει “από κοινού το μέγα κατάστημα επί της οδού Ερμού με τη φίρμα Γεώργιος και Κωνσταντίνος Αφεντάκης”.  Όμως, τα έγγραφα της εποχής δείχνουν ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.

Το εμπορικό κατάστημα της οδού Ερμού το είχε ανοίξει μόνος ο Κωνσταντίνος Οικ. Αφεντάκης το 1872 (βλέπε το “Αττικόν Ημερολόγιο του Έτους 1873” του Ειρηναίου Ασωπίου).  Το κατάστημα πωλούσε υφάσματα και μακριές γυναικείες τουαλέτες εισαγωγής από την Γαλλία.  Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης φαίνεται ότι είχε εγκαταλείψει τις εμπορικές δραστηριότητες εκείνη την εποχή.  Οι αναγγελίες της υποψηφιότητάς του για τις Δημοτικές Εκλογές Αθηνών δεν τον αναφέρουν ως έμπορο, αλλά ως “κτηματία” (εφημερίδα “Αιών” της 9 Ιανουαρίου 1874).

Δεν αποκλείεται τα δύο αδέλφια να είχαν συνεργαστεί επιχειρηματικά, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους.  Ωστόσο, τα έγραφα της εποχής δείχνουν ότι είχαν σημαντικές χωριστές επιχειρηματικές δραστηριότητες.  Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Οικ. Αφεντάκης αναφέρεται ως επενδυτής και ιδρυτικός μέτοχος ασφαλιστικής εταιρίας στον Πειραιά το 1863, χωρίς τη συμμετοχή του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη (ΦΕΚ 7/1864).

Σημειώνεται ότι ο Κωνσταντίνος Οικ. Αφεντάκης έκανε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια του.  Η εφημερίδα “Αυγή” της 12 Ιανουαρίου 1874 αναφέρει ότι ήταν τακτικός ετήσιος δωρητής της σχολής απόρων παίδων.  Τα πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρίας Αθηνών τον αναφέρουν ως δωρητή της Αρχαιολογικής Εταιρίας.  Έμεινε όμως περισσότερο γνωστός για το άγαλμα της Κοιμωμένης του Χαλεπά, το οποίο εγκατέστησε στον τάφο της κόρης του Σοφίας στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.  Την αναγγελία του θανάτου της κόρης του δημοσίευσε η “Αυγή” της 18 Δεκεμβρίου 1873.

Το άγαλμα της Κοιμωμένης του Χαλεπά

 

(4)        Οι άλλοι αδελφοί του Ευεργέτη

Ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης ήταν το δεύτερο αγόρι της οικογένειάς του, ανάμεσα στον Ιωάννη Οικ. Αφεντάκη, που είχε γεννηθεί το 1811 και τον Δημήτριο Οικ. Αφεντάκη, που είχε γεννηθεί το 1816.

 

(α)       Ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης

Ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης είχε γεννηθεί το 1811.  Ένα έγγραφο της συλλογής του π. Ιωάννη Ράμφου που βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους αναφέρει ότι ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης ήταν 77 ετών το 1888.  Το έτος γεννήσεως του Ιωάννη Οικ. Αφεντάκη το επιβεβαιώνει και ο Σίφνιος ιστοριοδίφης Σ. Συμεωνίδης στο βιβλίο του “Η εκπαιδευτική άνοιξη στο νησί της Κιμώλου”, όπου παραθέτει έγγραφα που αναφέρουν ότι ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης γράφτηκε στο Διδασκαλείο Αθηνών για να σπουδάσει δάσκαλος το 1844 σε ηλικία 33 ετών.

Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Ελληνικού Κράτους μας πληροφορεί ότι ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης διορίσθηκε Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κιμώλου στις 12 Μαΐου 1838 (ΦΕΚ 22/1838).  Ο Σ. Συμεωνίδης παραθέτει στο βιβλίο του έγγραφα που δείχνουν ότι ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης εργαζόταν και ως Γραμματέας του Δήμου Κιμώλου.  Ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης χειροτονήθηκε ιερέας το 1844 και του απενεμήθη το αξίωμα του Σακελαρίου το 1856 (βλ. “Κιμωλιακά”, Τόμος Δ’, σελ. 140).  Στον ιερό ναό της Οδηγήτριας υπάρχει μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει ότι απεβίωσε στις 23 Νοεμβρίου 1894.

Ο Εκλογικός Κατάλογος της Κιμώλου του 1871, που βρίσκεται στη συλλογή Ι. Βλαχογιάννη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, μας πληροφορεί ότι ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης είχε γιο το Δημήτριο Ι. Αφεντάκη, που ήταν Γραμματέας του Δήμου Κιμώλου και είχε ηλικία 27 ετών, (άρα είχε γεννηθεί το 1844).  Τα αρχεία του Ληξιαρχείου Κιμώλου μας πληροφορούν ότι ο Δημήτριος Ι. Αφεντάκης πέθανε στις 3 Ιουνίου 1923.

Ο Σ. Συμεωνίδης παραθέτει στο βιβλίο του έγγραφα που δείχνουν ότι ο Ιωάννης Οικ. Αφεντάκης είχε τουλάχιστον άλλα δύο παιδιά, το Νικόλαο που είχε γεννηθεί το 1833 και την Ζαμπέτα που είχε γεννηθεί το 1841.

Ο προϋπολογισμός του Ελληνικού Κράτους του 1907 περιλαμβάνει ως υπογραμματέα του Ειρηνοδικείου Κιμώλου τον Ιωάννη Δ. Αφεντάκη, γιο του Δημητρίου και εγγονό του ιερέα Ιωάννη Οικ. Αφεντάκη.  Πρόκειται για την τρίτη συνεχόμενη γενεά της ίδιας οικογένειας στην υπηρεσία της Κιμώλου.

 

(β)        Ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης

Ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης είχε γεννηθεί το 1816.  Ο Εκλογικός Κατάλογος της Κιμώλου του 1871 αναφέρει ότι ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης ήταν τότε 55 ετών.  Το έγγραφο αυτό αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης ήταν έμπορος και Δήμαρχος Κιμώλου.  Πράγματι, ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης είχε εκλεγεί Δήμαρχος Κιμώλου το 1866 και το 1870.  Σύμφωνα με άρθρο που δημοσίευσε ο π. Ιωάννης Ράμφος στην εφημερίδα “Μήλος” το 1935, ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης απεβίωσε το Δεκέμβριο του 1884.

Ο Εκλογικός Κατάλογος του 1871 μας πληροφορεί ότι ο Δημήτριος Οικ. Αφεντάκης είχε γιο το Νικόλαο Δ. Αφεντάκη, που ήταν σπουδαστής και 25 ετών.  Ένα έγγραφο στα αρχεία του Πανεπιστημίου Αθηνών δείχνει ότι ο Νικόλαος Δ. Αφεντάκης περάτωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1879-1880.  Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει και η Λυντία Τρίχα στο βιβλίο της “Δικηγορείν εν Αθήναις”.  Ο Νικόλαος Δ. Αφεντάκης εκλέχτηκε Δήμαρχος Κιμώλου το 1883.

Ο άλλος γιος του Δημητρίου Οικ. Αφεντάκη, ο Αντώνιος Δ. Αφεντάκης, ήταν ιατρός και εκλεγόταν Δήμαρχος Κιμώλου από το 1891 μέχρι το 1914.  Τα αρχεία του Ληξιαρχείου Κιμώλου αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1860 και απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1921.  Ο Αντώνιος Δ. Αφεντάκης ήταν, μεταξύ άλλων, εκτελεστής της διαθήκης του Ευεργέτη Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη και μέλος του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου του Αφεντακείου Ιδρύματος.

 

(5)        Ο θάνατος του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη

Η εφημερίδα “Άστυ” της 28 Δεκεμβρίου 1899 δημοσιεύει την αναγγελία θανάτου του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη και αναφέρει ότι ο Γεώργιος Οικ. Αφεντάκης πέθανε σε ηλικία 85 ετών στις 27 Δεκεμβρίου 1899.  Την αναγγελία θανάτου υπογράφουν η σύζυγός του Ελευθερία και οι ανιψιοί του.  Αυτό μάλλον σημαίνει ότι όλα τα αδέλφια του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη είχαν ήδη αποβιώσει πριν από αυτόν.

Την κηδεία του Γεωργίου Οικ. Αφεντάκη περιγράφει η εφημερίδα “Άστυ” της 29 Δεκεμβρίου 1899.  Στο μέγαρο του Ευεργέτη, που βρισκόταν στην σημερινή λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας αριθμός 10, είχαν συγκεντρωθεί οι ανιψιοί του και άνθρωποι που εργάζονταν για αυτόν ή είχαν ευεργετηθεί από αυτόν.  Η νεκρική πομπή ξεκίνησε στις 3 η ώρα το απόγευμα με κατεύθυνση τη Μητρόπολη Αθηνών.  Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο μέγαρο ακολούθησε την πομπή.

Στην Μητρόπολη είχαν συγκεντρωθεί οι τρόφιμοι και οι εργαζόμενοι του ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα, που είχε ευεργετηθεί από τον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη.  Ο Διευθυντής του ιδρύματος εκφώνησε λόγο.  Η μουσική ορχήστρα του ορφανοτροφείου έπαιζε πένθιμα εμβατήρια.

Η εφημερίδα “Άστυ” χαρακτήρισε τον Γεώργιο Οικ. Αφεντάκη ως ένα “μεγάλο ευεργέτη της Πρωτεύουσας” της Ελλάδος, “γενναίο αλλά αφανή και ανεπιτήδευτο αγαθοποιό νησιώτη”.  Και η εφημερίδα κατέληξε βάζοντας στην ίδια σειρά “τους Συγγρούς, τους Αβέρωφ και τους Αφεντάκηδες”.

 

Ιωάννης Α.Φ. Ζέρβας